- Στέεν, Γιαν
- (Steen). Ολλανδός ζωγράφος (Λέυντεν 1626-1679). Μαθητής και γαμπρός του Γιαν Βαν Γκόγιεν, ανήκε από το 1648 στη συντεχνία των ζωγράφων του Λέυντεν και κατόπιν εργάστηκε διαδοχικά στη Χάγη, στο Ντελφτ, στο Χάαρλεμ και τελικά πάλι στο Λέυντεν. Κάνοντας συγχρόνως τον ταβερνιάρη στο Ντελφτ, συνδύαζε, όπως και άλλοι Ολλανδοί ζωγράφοι, το επάγγελμα με την τέχνη. Ήταν ο κατεξοχήν ζωγράφος ρωπογραφιών, που έπαιξε, στο χρυσό αιώνα της ολλανδικής τέχνης, το ρόλο του λαμπρού χρονικογράφου και του πνευματώδους αφηγητή των ηθών και των εθίμων. Η εξαιρετική αφηγηματική φαντασία του εκφράστηκε με μια πλατιά θεματογραφία χαριτωμένων και εύθυμων καταστάσεων, όπου εκδηλώνεται, μαζί με το καλοπροαίρετο και αισιόδοξο πνεύμα του, περισσότερο εντυπωσιακό παρά βαθύ, η ευημερία και το κέφι της αστικής κοινωνίας της εποχής του. Αν και ασχολήθηκε και με τη θρησκευτική ζωγραφική, την προσωπογραφία και τις μυθολογικές σκηνές, τα πιο συνηθισμένα και τα πιο πετυχημένα θέματα της ζωγραφικής του είναι οι γιορτές, οι χοροί, τα συμπόσια, οι διασκεδάσεις, οι συνήθειες της σπιτικής και της αστικής ζωής. Το «Παιχνίδι με τις μπίλιες», που βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, της νεανικής περιόδου του (γύρω στα 1652), η «ερωτική γιορτή» του Μουσείου Μπόυμανς του Ρότερνταμ (1661). «Η εύθυμη παρέα», του Μαουρίτσχαους της Χάγης (1666-1670) μαρτυρούν τις κυριότερες αρετές της τεχνοτροπίας του στη σύνθεση των ζωγραφικών στοιχείων.
«Γιορτή σε μια ταβέρνα», έργο του Ολλανδού ζωγράφου Γιαν Στέεν (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).
Dictionary of Greek. 2013.